ωτιαίος

ωτιαίος
αία, ο[ν] ушной;

ωτιαίον νεύρον — слуховой нерв


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ωτιαίος" в других словарях:

  • ωτιαίος — α, ο, Ν 1. ωτικός («ωτιαίοι μύες») 2. φρ. «ωτιαία σάλπιγγα» ανατ. η ευσταχειανή σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κατάλ. ιαίος (πρβλ. νωτ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»